Ένα χρόνο μετά το βιβλίο της με τίτλο «Να γεννηθώ χρώματα» (Εκδόσεις Μετρονόμος, 2023), η ποιήτρια και μεταφράστρια, Ιωάννα Καραμαλή, μας παρουσιάζει την τρίτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Συνέβη».
Πρόκειται για μια συλλογή που αποτελεί
μια ανατομία των κακοποιητικών σχέσεων. Η ποιήτρια παρουσιάζει το φαινόμενο
στις πραγματικές του διαστάσεις, περιγράφοντας τα συναισθήματα, τις παλινωδίες,
τις αμφιταλαντεύσεις και την εσωτερική πάλη των γυναικών που υποφέρουν.
Η συλλογή αφιερώνεται «Στη φωνή & Στο συμβάν», ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι στις σελίδες που ακολουθούν θα ακουστεί η φωνή των θυμάτων μέσω του ποιητικού υποκειμένου και θα εξιστορηθεί το συμβάν. Ένα συμβάν που διαχέεται στον χρόνο και συναποτελείται από πολλά, καθημερινά, μικρά συμβάντα. Διότι η κακοποίηση συμβαίνει εξακολουθητικά και μπορεί να συνίσταται όχι απαραίτητα σε ένα οδυνηρό γεγονός αλλά σε πλήθος γεγονότων που αρχικά δύνανται να περνούν απαρατήρητα, προτού το θύμα φτάσει στην απαραίτητη συνειδητοποίηση.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Ψύχρα» (σελ. 9) ο αναγνώστης/η αναγνώστρια εισάγεται απευθείας στην ψυχοσύνθεση του θύματος που προσπαθεί να θυμηθεί ποιο μονοπάτι το έκανε να χάσει τον ειρμό των ονείρων. Ένα από τα πρώτα συναισθήματα που βιώνει, λοιπόν, το θύμα της κακοποίησης είναι ο αποπροσανατολισμός. Χάνει τον εαυτό του και την κατεύθυνση της ζωής του, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που του συμβαίνει. Η γυναίκα-θύμα μοιάζει σαν ανεμοδούρι, όπως αναφέρεται και στο ομώνυμο ποίημα (σελ. 13), που έζησε «λεηλατημένη απ’ του αγέρα σου τον μύθο».
Μετά από τον αποπροσανατολισμό ή εξαιτίας αυτού έρχεται η «Αποφυγή» (σελ. 10). Το θύμα κρυμμένο «κάτω από τα σκεπάσματα» προσπαθεί να αφήσει τον χρόνο να θρέψει την πληγή, θέλοντας να αποφύγει να καταδείξει την αιτία των δεινών του. Κι έτσι «…το σεντόνι βάρυνε/λες και ζήλεψε τα μάρμαρα/κι εγώ αφέθηκα/λες και ζήλεψα τα πτώματα». Αποφεύγοντας να εντοπίσει μέσα του τον φταίχτη για όσα συμβαίνουν, το θύμα μετατρέπεται σε ζωντανό-νεκρό. Αφήνεται έρμαιο, σαν το ανεμοδούρι που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Αναδύεται, έτσι, η καθημερινότητα των κακοποιημένων γυναικών, η οποία περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο στο ποίημα «Γιακάς» (σελ. 17). Το ποιητικό υποκείμενο χάνεται «στην τσέπη» του σακακιού του κακοποιητή, «αιώνες ψάχνοντας τη διαφυγή/από μια φυλακή οξύμωρη». Κρύβεται «στις πιέτες» τα βράδια μέχρι «οι αστραπές…να κοπάσουν». Εκτός από την εγκαρτέρηση, το θύμα προσπαθεί να δικαιολογήσει τον θύτη, μην αντέχοντας την παραδοχή της πραγματικότητας («μύθους έπλεκα ασπίδες»). Όμως, τα γεγονότα είναι αμείλικτα. Οι «μύθοι μου δεν βάσταγαν/και με τα χέρια στις κλωστές/επέστρεφα στο κελί μου». Η κακοποίηση επαναλαμβάνεται και εγκλωβίζει ξανά το θύμα.
Στο ποίημα «Σεντόνια φοβισμένα» (σελ. 19) αναδύεται η εσωτερική πάλη που βιώνει το θύμα. Τα σεντόνια «μιλούν» και φανερώνουν τα καλά κρυμμένα μυστικά. Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή που πρέπει να γίνει το πρώτο βήμα («την ήττα να παραδεχτώ/να μην την εφοβάμαι»). Αυτό το πρώτο βήμα, ξεκινάει από την παραδοχή της ήττας. Το θύμα οφείλει να παραδεχθεί το γεγονός της κακοποίησης. Να πάψει να δικαιολογεί τον θύτη, να τον λυπάται και να τον συγχωρεί. Διότι, μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να μπει σε μία πορεία αναγέννησης («και πάλι θα αναστηθώ/στο φως θα επιστρέψω»).
Μετά το πρώτο βήμα, ωστόσο, ξεκινά μια εσωτερική πάλη. Η παραδοχή δεν είναι εύκολη υπόθεση («κι όλο και βαθύτερα κοιμόμουν,/να προφτάσω, μη με βρει ο εαυτός», «Μεγάλες Παρασκευές», σελ. 25). Παρότι η πραγματικότητα είναι συντριπτική («το σύννεφο που μου χάρισες/άγκυρα στον λαιμό»), η αγάπη που εξακολουθεί να τρέφει το ποιητικό υποκείμενο για τον θύτη το ωθεί να προσπαθεί να σώσει τη σχέση («και παλεύω να θυμηθώ/πώς ήταν να σε αγαπώ», «Χλωμά ποτήρια», σελ. 30). Άλλοτε, πάλι, βρίσκει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και αναφωνεί «της άγκυρας θα κόψω το σχοινί/τον ήλιο θα φέρω πίσω» («Πώς γίνεται σε μια στιγμή;», σελ. 31).
Ο αγώνας του θύματος είναι δύσκολος, καθώς άγεται και φέρεται από τον θύτη, ο οποίος το χειραγωγεί («Αόρατα χέρια με κινούν/…Τα πόδια μου έφυγαν», «Αόρατα χέρια», σελ. 32). Η αμφιταλάντευση είναι διαρκής. Κάποιες φορές, όπως στο υπέροχο ποίημα με τίτλο «Βεβήλωση» (σελ. 35), η πλάστιγγα δείχνει να γέρνει προς τη λύτρωση («Θα σέρνω τα γρανάζια με τα μάτια/μέχρι τα χέρια να ζηλέψουν/κι ανεπαίσθητος να επιστρέψει ο χτύπος/θα διαγράφω με τα δάχτυλα πορείες/μέχρι τα πόδια να πιστέψουν/και τα βήματα το χώμα να πατήσουν»).
Η συλλογή κλείνει με τα ποιήματα «Έγινα» (σελ. 36) και «Συνέβη.» (σελ. 37). Στο μεν πρώτο αχνοφαίνεται μια νότα αισιοδοξίας, καθώς καταλήγει με τη φράση «Έγινα όσα έγινα/μα θα θυμηθώ ποια είμαι». Το θύμα παραδέχεται τα όσα συνέβησαν αλλά διατρανώνει ότι θα βρει τη δύναμη να ανακτήσει τον εαυτό της, αποπνέοντας μια αίσθηση γυναικείας ενδυνάμωσης. Το δεύτερο και τελευταίο ποίημα, το οποίο είναι και αυτό που δίνει τον τίτλο της συλλογής, εμμένει στο γεγονός. «Συνέβη.» Ό,τι κι αν λέει ο θύτης, όσο κι αν προσπαθεί να αποπροσανατολίσει το θύμα και να διαστρεβλώσει τα γεγονότα, η ουσία είναι ότι η κακοποίηση συνέβη. Η συλλογή, λοιπόν, ολοκληρώνεται με την παραδοχή, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, συνιστά το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει.
Η Ιωάννα Καραμαλή, με την ποιητική συλλογή «Συνέβη.», μας προσφέρει θαρραλέα ένα δείγμα «βιωματικής και βιωμένης ποίησης». Μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, παρουσιάζει μια ανατομία του τραύματος της κακοποίησης από την πλευρά του θύματος, τσαλακώνεται, συμπάσχει και μας βροντοφωνάζει ότι «Συνέβη.», συμβαίνει και πρέπει, κάποτε, να πάψει να συμβαίνει.
Πρώτη δημοσίευση: Poiein.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου