Δύο χρόνια μετά το βιβλίο της με τίτλο «ασθμένοντας» (Εκδόσεις Βακχικόν), η ποιήτρια, Ευτυχία Κατελανάκη, μας παρουσιάζει την τρίτη της συλλογή με τίτλο «λοιπόν,».
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα κολλάζ που δημιούργησε η ίδια η ποιήτρια και αποτελείται από στίχους και από σκόρπιες λέξεις που παραπέμπουν σε αποκόμματα από εφημερίδες. Το ευφάνταστο εξώφυλλο μας προϊδεάζει γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, ήτοι ποιήματα με επίκεντρο το αστικό, κυρίως, τοπίο σε μία μητρόπολη που αργοσβήνει.
Όταν ερωτήθηκε σχετικά με τον τίτλο, σε μία συνέντευξη που παραχώρησε στην Ελένη Γκίκα για το περιοδικό Fractal, η Κατελανάκη απάντησε ότι το «“λοιπόν,” είναι μια στιγμή ανασκόπησης: συγκεντρώνει όσα έχουν συμβεί, όσα έχουν ειπωθεί, όσα έχουν υπάρξει. Είναι μια λέξη γεμάτη συνειδητοποίηση και αποφασιστικότητα για το μέλλον. Λοιπόν, αυτό είναι το τώρα μας. Κόμμα. Ανάσα. Συνεχίζουμε. Πάμε να δούμε τι κάνουμε».
Πράγματι, στα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή διαφαίνεται μια τάση κριτικής αποτίμησης του παρελθόντος, όπως μαρτυρούν οι στίχοι του εναρκτήριου ποιήματος («λοιπόν,» σελ. 8) «…οι χειμώνες ήταν η άνοιξή μας/εδώ ανθίσαμε/και ψύχος που ανασάναμε, η πνοή μας καίει/δεν νοσταλγούμε πια/ελπίδες νικημένες απ’ την αλήθεια» αλλά και οι στίχοι στην τελευταία σελίδα του έργου «…τα χαμόγελα γίναν αγώνες σε δρόμους δικούς μας/τα τραύματα θάλασσες γαλανές/δεν μένει τίποτα που δεν έγινε» (σελ. 62).
Παράλληλα, στα ποιήματα της συλλογής αναγνωρίζουμε και το βλέμμα που ποιητικού υποκειμένου που είναι στραμμένο στο παρόν. Μετά την ανασκόπηση και την απαραίτητη ανάσα, ακολουθεί μία διαπίστωση για την τρέχουσα κατάσταση: «Γαλουχηθήκαμε από μικρές στην ανάσταση και στην ελπίδα./Τώρα/γινόμαστε θεές εξουθενωμένες από τα θαύματα» («Συγύρισμα», σελ. 59).
Ο έρωτας αποτελεί μία κεντρική θεματική ενότητα της συλλογής. Διακρίνουμε σε πολλά ποιήματα μια μελαγχολική διάθεση για τις αγάπες που δεν άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, όπως στο ποίημα με τίτλο «Ανακύκλωση» (σελ. 38) «Στην αρχή ήταν ένα λευκό χαρτί./Μετά του έδωσες μυρωδιά/και ουσία./Έγινε φυλαχτό μου./Μετά είπες/φύγε./Κανένα φυλαχτό δεν νικά τη μοναξιά» ή στον ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος με τίτλο «Ερωτικό» (σελ. 41) «Αύριο ανατέλλουμε χωριστά». Ή ακόμα στο ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Χωρισμός: συνταγή» (σελ. 52). Στο βάθος, όμως, υπάρχει πάντα η προσδοκία για τους έρωτες που έρχονται: «…κάθε πρωί/τον ζητώ απεγνωσμένα/ελπίζοντας πως/κάποιος ήλιος/θα έρθει/θα κάνουμε έρωτα/θα αναγνωρίσει/ότι το φως/σμιλεύει και τις σκιές του υπογείου» («Στο υπόγειο», σελ. 50).
Ένα άλλο κεντρικό μοτίβο της συλλογής σχετίζεται με την ανάδειξη της γυναικείας ταυτότητας και την ενίσχυση της γυναικείας χειραφέτησης. Στο ποίημα με τίτλο «Με προσοχή» (σελ. 12), η Κατελανάκη περιγράφει μεταφορικά την καθημερινή πραγματικότητα της πατριαρχικής κοινωνίας «Όταν προχωρώ στον δρόμο μού κορνάρουν./Όταν προχωρώ στην άκρη με στριμώχνουν./Η Άννα είπε/δεν υπάρχει δρόμος για μας./…/Όταν θέλω να σε βρω/μένω σπίτι/γιατί εσύ δεν έμαθες να περπατάς στο πεζοδρόμιο.». Ωστόσο, πέρα από το ζοφερό τοπίο του κοινωνικού αποκλεισμού αναδεικνύεται η ελπίδα και η αλληλεγγύη μέσα από τη γυναικεία συντροφικότητα «Λοιπόν,/συνεχίζουμε, φίλη μου./Με σκληρότερα χείλη/αραιότερες ομιλίες./Μη μου πεις/υπομονή./Μη μου πεις τίποτα./Μόνο έλα και κράτα μου τα χέρια» («λοιπόν,» σελ. 62).
Μέσα σε όλο αυτό το ποιητικό σύμπαν δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να λείπουν οι αναφορές στην ίδια την Ποίηση. Ήδη από το εναρκτήριο ποίημα με τίτλο «λοιπόν,» (σελ. 7), η Κατελανάκη σαλπίζει το κέλευσμα της αναμέτρησης με τη Μούσα: «Λοιπόν, αφού το ποίημα πάντα ξέρει/και κεντάει τον πόνο στην πραγματικότητα της ζωής/…/ας έρθουν δυο λέξεις μαύρη λάμψη/αν αυτό είν’ η ζωή». Η Ποίηση αποτελεί πλέον για αυτήν «μια απλή ανάσα επιβίωσης στην εντατική» («Περί ποίησης», σελ. 37). Είναι η ανάσα που χρειάζεται για να πάρει ώθηση, ώστε να συνεχίσει να παλεύει, καθώς, όπως λέει στο ποίημα με τίτλο «Ρυθμίσεις» (σελ. 43), «Κανένα όνειρο πια δεν μας χωρά/έτσι/μας στριμώχνω σ’ ένα πρωινό τραγούδι». Η Ποίηση, στη μελοποιημένη της μορφή, γίνεται, έστω και προσωρινά, μια διέξοδος.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο ποίημα με τίτλο «Τα δάχτυλά μας είναι κρεμάστρες» (σελ. 14-15), το οποίο συνομιλεί, κατά την άποψή μας, με το ποίημα της Κατερίνας Γώγου «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές» («Τρία κλικ αριστερά», Εκδόσεις Καστανιώτη, 1978). Η Κατελανάκη μεταφέρει τη δυστοπία που βιώνουμε μέσα από την εικόνα των δακτύλων που μετατρέπονται σε κρεμάστρες για τα αντικείμενα της καθημερινότητας («κινητό/κλειδιά/λεφτά/καφές»), καθώς «βρίσκουμε νέες λέξεις για την απουσία και τη δειλία». Αντίστοιχα, η Γώγου υπογραμμίζει το τρίπτυχο της καθημερινότητας της εποχής της «Ξευτίλα-μοναξιά-απελπισία». Εν συνεχεία, η Κατελανάκη δηλώνει ότι οι νέες λέξεις που καλύπτουν τις αυταπάτες του σήμερα είναι η «αυτοφροντίδα», η «αυτοθεραπεία», η «αυτοολοκλήρωση». Παραπέμπουν, κατά κάποιον τρόπο, στον στίχο της Γώγου «βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας» ως μια πράξη αυτοφροντίδας και αυτοθεραπείας θα έλεγε κανείς αλλά και φυγής από την καταθλιπτική μας ύπαρξη. Μέσα σε όλον αυτόν τον ζόφο, οι δύο ποιήτριες βλέπουν ως μόνη διαφυγή ένα ιδιότυπο σάλτο μορτάλε. Η Γώγου μας προτρέπει: «Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε/να μην την κοπανίσουμε./Να ζυγιαστούμε./Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε». Και η Κατελανάκη καταλήγει: «Τα δάχτυλά μας είναι κρεμάστρες/όσο κι αν τα ενώνουμε/…/το κεφάλι μου/το κεφάλι σου/…/κι ένα σκοινί».
Στην τρίτη της ποιητική συλλογή, η Ευτυχία Κατελανάκη, έχοντας πλέον διαμορφώσει την ποιητική της φωνή, μας παρουσιάζει ποιήματα στιβαρά, με φόντο τον έρωτα, τη γυναικεία χειραφέτηση αλλά και την ίδια την Ποίηση, τα οποία μας συγκινούν με τη δύναμη των εικόνων και των συναισθημάτων που ανασύρουν από τη μνήμη. Διότι, όπως λέει και η ποιήτρια, «…η μνήμη είναι πάντα πέτρα./Πάντα βρίσκει τρόπο να μας ξυπνά».
Πρώτη δημοσίευση: Fractal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου