Στην παρθενική της ποιητική συλλογή, η Ραφαέλα Χαμπίπη μάς παρουσιάζει τη σύγχρονη δυστοπική καθημερινότητα μέσα από τη ματιά μιας νέας γυναίκας. Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της καθημερινότητας είναι η βία (σε διάφορες μορφές), καθώς και ο φόβος ότι μπορεί να χάσουμε κάτι, π.χ. μια εμπειρία που βιώνουν οι άλλοι κι όχι εμείς (στα αγγλικά “Fear Of Missing Out — FOMO”).
Το εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτέχνησε η Εβίνα Μακρή, μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Σε αυτό απεικονίζεται μια γυμνή γυναικεία μορφή, χωρίς να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά της, ενώ στο φόντο διαγράφονται διάφορες εικόνες-θραύσματα δημοσιότητας (αποκόμματα εφημερίδων, εξώφυλλα περιοδικών, κ.ο.κ.). Αυτό που κυριαρχεί, όμως, στην εικόνα του εξωφύλλου είναι το παχύ, μαύρο μελάνι που στάζει πάνω στο σώμα της γυναίκας και μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό την ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται η Χαμπίπη είναι ο έρωτας, όπως τον βιώνει η γενιά της, η λεγόμενη “Generation Z” (όσοι/όσες γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2009). Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την απογοήτευσή του για έναν έρωτα που έσβησε: «Πενθώ εμάς/κι όσα δεν γίναμε/όσα δεν ζήσαμε κι όσα ζήσαμε» («Πένθος», σελ. 13). Η αγάπη μοιάζει να μην αρκεί για να κρατηθεί ζωντανή μια σχέση μέσα σε αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου αυτή η γενιά αναζητά την τρυφερότητα. Οι στίχοι ενός ειδώλου της ποπ μουσικής, της Lana Del Rey, από το τραγούδι με τίτλο “Born to Die” κλείνουν το ποίημα, απηχώντας αυτή τη διαπίστωση: “Sometimes love is not enough and the road gets tough I don’t know why”.
Όταν απουσιάζει η ψυχική σύνδεση, ακόμη και η ερωτική επαφή δεν αρκεί για να φέρει κοντά δύο ανθρώπους: «Κι αρκούσε μόνο να το ξεκαθαρίσεις/με κούτελο καθαρό από τιμιότητα/μόνο για απόψε/το πρωί ήταν για τη νέα σου ζωή/[…] εγώ δεν χωρίζω πια τις ζωές σε πρωί και βράδυ./Πάντα ζούσα για τα άκρα/κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα» («Ήθελα», σελ. 31). Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι σχέσεις σχηματίζονται εν είδει οικονομικού συνεταιρισμού («ένα βιογραφικό που παντρεύεται το άλλο», «Βιογραφικό», σελ. 18). Ανίκανοι να κυνηγήσουν την ουτοπία, οι νέοι συμβιβάζονται μ’ έναν έρωτα που μοιάζει με «συμπλήρωμα διατροφής». Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια δραματική διαπίστωση: «[..] φοβισμένοι απ’ τον φόβο/-πρεζάκια του ρεαλισμού/πειστήκαμε πως δεν υπάρχει χάπι εντ,/μη χρειαστεί και το κυνηγήσουμε» (ό.π.).
Κεντρικό ρόλο μέσα στο βιβλίο διαδραματίζει μια δυναμική γυναικεία φωνή που πραγματεύεται μια σειρά από καίρια ζητήματα. Ένα από αυτά είναι η μητρότητα. Η σκέψη της τεκνοποίησης βρίσκεται παντού στην καθημερινότητα. Είναι ταυτόχρονα «μια επιταγή και μια ανάγκη/μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου/ένα καλούπι δελεαστικό» («Μητρότητα», σελ. 16). Κάθε γυναίκα υφίσταται κοινωνική πίεση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή βίας, προς την κατεύθυνση της απόκτησης τέκνων. Αυτή η κοινωνική επιταγή πνίγει τη γυναίκα σαν «θηλιά», ενώ ταυτόχρονα της προσφέρει και τη διέξοδο. Η υποταγή στις κοινωνικές συμβάσεις λειτουργεί ως ένα «καλούπι δελεαστικό», το οποίο θα την απαλλάξει από την πίεση που αυτές δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχει και η «ανάγκη». Η έμμηνος ρύση έρχεται ως υπενθύμιση: «Κάθε μήνα σε περιμένω κι ας μην μπορώ να σε έχω/[…] και μου σκίζει τη σάρκα η απουσία σου/ματώνω φορώντας το χαμόγελο της ανακούφισης» (ό.π.). Το ποιητικό υποκείμενο γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο φωνή όλων των γυναικών. Και αυτών που δεν επιθυμούν ν’ αποκτήσουν παιδιά και αυτών που το επιθυμούν. Ωστόσο, κι αυτές που επιθυμούν τα παιδιά συνθλίβονται από τη μέγγενη της μισθωτής εργασίας («ξαναπεθαίνεις με το πρώτο φως/και το οχτάωρο του γραφείου») αλλά και από τον ζόφο της νεοελληνικής πραγματικότητας. Στους επόμενους στίχους μνημονεύονται, κατά σειρά, η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου («δεν αξίζουν τη θυσία σου στη Μεσολογγίου»), ο πνιγμός ανήλικων προσφύγων («το ξεβρασμένο σωματάκι σου στη Λέσβο») και το έγκλημα στα Τέμπη («την τέφρα σου στο δεύτερο βαγόνι»). Καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και αν μια γυναίκα θέλει να αποκτήσει παιδί, οι επικρατούσες πολιτικοοικονομικές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά για μια τέτοια απόφαση. Το μόνο που απομένει για το ποιητικό υποκείμενο είναι να παλέψει για να δικαιωθούν τα παιδιά που χάθηκαν και για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η φωνή που προαναφέρθηκε είναι αυτό της γυναικείας χειραφέτησης και ενδυνάμωσης. Στο ποίημα «Κάτι σαν επανάσταση» (σελ. 24), το ποιητικό υποκείμενο διατρανώνει την πρόθεσή του να αλλάξει τα πράγματα, καθώς έχει ξεπεράσει το φόβο της προσπάθειας και το φόβο της αποτυχίας. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι πλέον η ζωή του δεν διαφεντεύεται από αυτό που στη φεμινιστική θεωρία αποκαλείται «το ανδρικό βλέμμα» (the male gaze). Γράφει η Χαμπίπη: «Τουλάχιστον δεν φοβάμαι πια/να προσπαθήσω/δεν φοβάμαι να αποτύχω/γιατί δεν είσαι εδώ να με κρίνεις/ζω κάτω από έναν ουρανό/που θα γίνει δικός μου/δεν ζω κάτω από το βλέμμα σου πια». Η αποφασιστικότητα των ανωτέρω στίχων γεννιέται μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου δεσπόζει η συλλογικότητα («είμαι κομμάτι ενός ρεύματος/που θα σαρώσει τα πάντα -μέχρι/και το παρελθόν μου»).
Το μοτίβο της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού του ποιητικού υποκειμένου απαντάται και στο ποίημα με τίτλο “I am, I am, I am” (σελ. 28). Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην περίφημη φράση της Esther Greenwood, της κεντρικής ηρωίδας της νουβέλας της Sylvia Plath με τίτλο “The Bell Jar” («Ο γυάλινος κώδων»). Έχοντας καταφέρει να επιβιώσει μιας αλληλουχίας ψυχικών και σωματικών δοκιμασιών, η Esther διακηρύσσει τη συμφιλίωση με την εαυτή της: “I took a deep breath and listened to the old brag of my heart. I am, I am, I am” («Πήρα μια βαθιά ανάσα κι αφουγκράστηκα τον παλιό κομπασμό της καρδιάς μου. Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω», «Ο γυάλινος κώδων», μτφ. Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Μελάνι, 2007). Κατ’ αντιστοιχία προς την ηρωίδα της Plath, το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει στο τέλος του ποιήματος: «Κανείς δεν με έζησε όσο εγώ/δεν είμαστε πια δυο ξένες/στο μυαλό μου τα λόγια της Σύλβια/Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω».
Αυτή η πάλη για χειραφέτηση και αυτοκαθορισμό αποκτά και διαγενεακή διάσταση. Οι κόρες αγωνίζονται για όσα δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν οι μητέρες τους. Γράφει η Χαμπίπη στο ποίημα με τίτλο «Αλυσίδα» (σελ. 30): «Κουβαλάμε όσα εκείνες δεν είπαν/όσα δεν τόλμησαν να σκεφτούν/τους πόνους και τους συμβιβασμούς/κι έτσι απλά τις απελευθερώνουμε». Σε αυτόν τον αγώνα, η κατανόηση συνυπάρχει με την οργή και τη θλίψη για όσα δεν έκανε η προηγούμενη γενιά: «Σαν γυναίκα θέλω να σε αγκαλιάσω/σαν κόρη δεν σε συγχωρώ/και λυπάμαι για όσα έχασες/και πενθώ για όσα έζησα» (ό.π.). Κι όσο κι αν οι παλαιότερες αποθαρρύνουν τις νεότερες από το να αγωνιστούν, η ποιήτρια γνωρίζει ότι χαμένοι αγώνες είναι μόνο αυτοί που δεν δίνονται: «Κι αν το πρωί έχω χάσει -το πιθανότερο/θα ξέρω πως δεν πρόδωσα/θα πενθήσω στο τσιμεντένιο μνήμα/πριν πάω στη δουλειά μου/πριν κοιτάξω μόνο αυτή» («Αστική ιστορία», σελ. 45).
Πέρα από τα ζητήματα της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού, η ποιήτρια θίγει και το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας στο ποίημα με τίτλο «Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος» (σελ. 32). Το σκηνικό εξελίσσεται σε μια πολυκατοικία του Παγκρατίου, όπου εξακολουθούν να συμβιώνουν άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων («[…] η Κίνα μένει απέναντι […] από πάνω πάντα γαλανόλευκοι»). Όσο ψηλότερα βρίσκεται το διαμέρισμα, τόσο ψηλότερα στην ταξική κλίμακα βρίσκονται και οι ένοικοί του («Όσο πιο πάνω ανέβεις, τόσο πιο καθαρή η Ακρόπολη/τόσο πιο καθαρός ο αέρας/τόσο πιο ακριβό το νοίκι/τόσο πιο μεγάλο το ψάρι»). Κι εδώ, ωστόσο, κάνει αισθητή την παρουσία της η βία που υφίστανται οι γυναίκες με μια διαφορετική μορφή: την άρνηση της ταυτότητάς τους («Το κουδούνι μου γράφει ένα όνομα αντρικό»). Ο φόβος που βιώνει μια γυναίκα όταν μένει μόνη, την αναγκάζει να βάλει στο κουδούνι το όνομα ενός άνδρα για να αποφύγει τις κακοτοπιές. Ως εκ τούτου, η ποιήτρια διαπιστώνει ότι η βία κατά των γυναικών δεν είναι μόνο σωματική. Είναι πολύμορφη και πολυπλόκαμη.
Η συλλογή κλείνει με έναν αισιόδοξο τόνο με το ποίημα «Επίλογος» (σελ. 54). Το ποιητικό υποκείμενο διακηρύσσει την πρόθεσή του να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Δεν τρέφει αυταπάτες («έρχεται πόλεμος»), ούτε διακρίνεται από μαξιμαλιστικές τάσεις («αντί για τον κόσμο θα αλλάξω το σαλόνι/από κάπου να αρχίσω»). Σημασία έχει ότι ο φόβος έχει υποχωρήσει («αυτήν τη φορά λιγότερο φοβάμαι») και ότι υπάρχει αποφασιστικότητα («Θα κατέβουμε την Κυριακή/[…] Κι αν μας χτυπήσουν,/κι αν ματώσουμε κι εμείς, έχουμε γάζες σπίτι μας»).
Εν κατακλείδι, με την πρώτη της ποιητική συλλογή η Ραφαέλα Χαμπίπη επιτυγχάνει να εκφράσει με ενάργεια τις ανησυχίες της γενιάς της (ή, τουλάχιστον, ενός τμήματος αυτής), μετατρέποντας το προσωπικό βίωμα σε συλλογικό. Διατυπώνει τις σκέψεις της με λόγο χειμαρρώδη (από το βιβλίο απουσιάζουν παντελώς οι τελείες) και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς να προσφέρει έτοιμες λύσεις παρά μόνο τροφή για σκέψη. Με τη δύναμη της νιότης, κρούει τον κώδωνα της αφύπνισης όσο ακόμα υπάρχει χρόνος:
«Όλα όσα δεν καταλαβαίνεις
τα κάνω για μας
σου δίνω την ευκαιρία
τώρα που ακόμα δεν έχω τη μοίρα σου»
(«Αλυσίδα»)
Πρώτη δημοσίευση: Ο Αναγνώστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου