Τέσσερα χρόνια μετά τη συλλογή «Συμβολισμοί» (Εκδόσεις Βακχικόν), η Κατερίνα Ατσόγλου μάς παρουσιάζει το δεύτερο ποιητικό της εγχείρημα με τίτλο «Το βάρος της μοναξιάς».
Το εξώφυλλο του βιβλίου, που κοσμεί ο πίνακας του Charles Herbert Moore “Lily of the Valley”, διαδραματίζει διττό ρόλο. Από τη μία, το μπουκέτο με τα κρίνα που απεικονίζεται σε αυτό συμβολίζει την αγνότητα της ψυχής της ποιήτριας και τη χαμηλόφωνη έκφρασή της. Από την άλλη, όμως, λειτουργεί παραπλανητικά προς τον αναγνώστη/την αναγνώστρια (υπό την έννοια ενός διανοητικού παιχνιδιού), καθώς δεν τον/την προετοιμάζει για τα έντονα συναισθήματα που πρόκειται να βιώσει και για τις δυνατές εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό διαβάζοντας αυτή τη συλλογή.
Ήδη από το εναρκτήριο ποίημα, η ποιήτρια μιλά για «τεμαχισμένα κορμιά» που την «κοιτούσαν με μίσος και απορία» («Οι φάροι», σελ. 9). Βίωσε καταστροφές, πίκρα και συμφορές αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίζει το μέλλον με ελπίδα και να εκφράζει την αλληλεγγύη της σε αυτούς που υποφέρουν, όπως υπέφερε κι αυτή, από τη μοναξιά:
«Τώρα, χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές
κάποιο σημάδι να έχουν οι μόνοι
να νιώθουν πως κάποιος τους νοιάζεται
κι ας μην τους σώσει ποτέ».
Η μοναξιά, βεβαίως, είναι ένα από τα κύρια θέματα του βιβλίου, όπως άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος του. Στην ποίηση της Ατσόγλου η μοναξιά έχει διάφορα πρόσωπα. Άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά των εφήμερων εραστών («συλλέγουμε αναμνήσεις/και καταφεύγουμε σε πανσιόν/για εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις», «Εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις», σελ. 10), άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά του έρωτα χωρίς ανταπόκριση («Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να με θες,/χωρίς να αναστατώνεσαι στη σκέψη μου», «Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να σου λείπω», σελ. 29) κι άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά του ανθρώπου που μένει πίσω («Δεν μου αρέσουν τα τρένα!/Φεύγουν γρήγορα/[…] κι αφήνουν πίσω τους ανθρώπους με δάκρυα στα μάτια./Αφήνουν άδειες αγκαλιές», «Χαμένες αποσκευές», σελ. 15).
Ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της συλλογής και μία από τις κινητήριες δυνάμεις για τη συγγραφή της αποτελεί η νόσος, η οποία μέσα στο βιβλίο έχει πολλές και διαφορετικές συνδηλώσεις. Στο ποίημα με τίτλο «Οι άνθρωποι οφείλουν» (σελ. 14) η νόσος σηματοδοτεί την αποτυχία του ποιητικού υποκειμένου να ανταποκριθεί στις κοινωνικές απαιτήσεις. Γράφει η Ατσόγλου:
«Οι άνθρωποι οφείλουν σε εαυτούς και κοινωνία
να μένουν δυνατοί, σιωπηλοί και υγιείς.
[…]
Οι άνθρωποι οφείλουν να σκεφτούν τις τραγικές συνέπειες που
επιφέρει κάποια αδιαθεσία τους
στο σύστημα υγείας
και να παραδειγματιστούν απ’ όσους
είχαν την τόλμη
να θέσουν τέλος στη ζωή τους».
Το ποιητικό υποκείμενο είναι υπόλογο έναντι της κοινωνίας λόγω της νόσου. Οφείλει να μην νοσήσει. Οφείλει να μην επιβαρύνει το σύστημα υγείας. Η ποιήτρια κατακεραυνώνει την αναλγησία και την απανθρωπιά που αποτελούν κοινωνική επιταγή, χρησιμοποιώντας και αρκετή δόση ειρωνείας. Ακόμη και οι αυτόχειρες είναι προτιμότεροι από τους νοσούντες, διότι αυτοί έπαψαν οικειοθελώς να επιβαρύνουν το σύστημα με την ύπαρξή τους.
Στο ποίημα «Βασικές ανάγκες» (σελ. 22) η νόσος εγκλωβίζει σε μία μέγγενη την καθημερινή ζωή του ποιητικού υποκειμένου. Διαμορφώνει ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα («στις δέκα η θεραπεία/[…] στις πέντε να διαβάσει/και στις έντεκα να κοιμηθεί»), ώσπου έρχεται η συνειδητοποίηση ότι στέκεται εμπόδιο στη ζωή. Και τότε, το ποιητικό υποκείμενο αποφασίζει «να κάνει ζωτικής σημασίας προσθήκες/όπως για παράδειγμα να θυμηθεί να ζήσει/να ερωτευτεί παράφορα/ή να μην ξεχάσει βαθιές αναπνοές/ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρα της υπολειπόμενης ζωής». Η ποιήτρια το βροντοφωνάζει: όση ζωή κι αν μας απομένει, πρέπει να τη ζήσουμε. Όσο και όπως μπορούμε.
Κάποιες φορές, ωστόσο, η νόσος είναι πολύ ισχυρή και οδηγεί στην απελπισία. Η σκέψη ότι το τέλος πλησιάζει λυγίζει το ποιητικό υποκείμενο, όπως μαρτυρά το ποίημα με τίτλο «Λάθος μηνύματα» (σελ. 35). «Σαν σε περιτριγυρίζει ο θάνατος/[…] Κρύβεσαι πίσω από κοκτέιλ φαρμάκων/ικετεύοντας να κερδίσεις λίγες ακόμη στιγμές». Η αναμέτρηση με τον θάνατο είναι σκληρή και άνιση, ωστόσο, όπως γράφει η Ατσόγλου, «πρέπει να σταθείς δυνατή/[…] Πρέπει να παλέψεις/[…] Πρέπει να μάθεις να ζεις απ’ την αρχή» («Τα πρέπει καθώς πρέπει», σελ. 60). Η συμβίωση με τη νόσο είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη, γι’ αυτό και η ποιήτρια απευθύνει στον αναγνώστη/στην αναγνώστρια το ρητορικό ερώτημα: «Πώς αλλιώς θα κολυμπήσεις/στα αχαρτογράφητα νερά της μοίρας σου».
Πέρα, όμως, από τη νόσο υπάρχει και ο έρωτας. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι θα περίμενε κανείς από τα κρίνα του εξωφύλλου, ο έρωτας δεν έχει πλατωνική υπόσταση μέσα στο βιβλίο αλλά άκρως σαρκική. Από τους εφήμερους εραστές στις πανσιόν για εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις που προαναφέρθηκαν έως τα «δυο κορμιά γυμνά παραδομένα στο πάθος» πίσω από τις μισάνοιχτες κουρτίνες («Μια στάλα σάρκα», σελ. 21) και τα σέπαλα που ανοίγουν απαλά «με τα δάχτυλα/με τα χείλη/με τη γλώσσα» («Το κοχύλι», σελ. 30), ο σαρκικός έρωτας γίνεται η πυρφόρος δύναμη που αντιπαρατίθεται στη μοναξιά και στον θάνατο και ζεσταίνει τους εραστές με τη φλόγα της. Επέρχεται έτσι και μια συναισθηματική ισορροπία στη συλλογή, καθώς αυτά τα ποιήματα προσφέρουν μια ανάσα διονυσιακής αναζωογόνησης στο αναγνωστικό κοινό.
Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί και ο ρόλος που καταλαμβάνει η μουσική μέσα στη συλλογή. Ποικίλες αναφορές, σκόρπιες μέσα σε στίχους της συλλογής, δείχνουν ότι η μουσική συντροφεύει την ποιήτρια σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, λειτουργώντας, τρόπον τινά, ως το σάουντρακ της ζωής της. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, τη μουσική του Moby στο ποίημα «Χαμένες αποσκευές» (σελ. 15), τους στίχους «Ευτυχώς ακούμε μουσική/και ονειρευόμαστε σε διαφορετικές συχνότητες» («Διαφορετικές συχνότητες», σελ. 17), το τραγούδι του Nick Cave “To Be by Your Side” («Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να σου λείπω», σελ. 29) ή τους στίχους «Ξεχάσαμε τις φωτογραφίες μας στο πάτωμα/και όλους τους δίσκους με τα αγαπημένα μας τραγούδια» («Το πέτρινο ρολόι», σελ. 41). Σε κάθε περίπτωση, η μουσική αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ύπαρξης του ποιητικού υποκειμένου.
Από «Το βάρος της μοναξιάς» δεν λείπει, ωστόσο, και το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Στο ποίημα «Οι άνθρωποι οφείλουν» (σελ. 14) που προαναφέρθηκε, οι καταληκτικοί στίχοι αποτελούν ισχυρό ράπισμα προς τους πολιτικούς ταγούς αυτού του τόπου: «Οι άνθρωποι οφείλουν/να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες χρήσης/που τους δόθηκαν από τα πολιτικά γραφεία της γειτονιάς τους». Κι ο έρωτας, που λειτουργεί μέσα στη συλλογή ως αντίβαρο, δεν αρκεί, κάποιες φορές, για να καλύψει τα δεινά αυτού του κόσμου: «Τώρα ξέρω γιατί δεν μπορώ να σε ερωτευτώ,/γιατί η πόλη κοιμάται ήσυχα/μες στην απάθειά της./Γιατί τα παιδιά πεθαίνουν/την ώρα που χαμογελούν/από έξυπνες βόμβες λευκού φωσφόρου» («Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους», σελ. 11). Οι πόλεμοι και οι φρικαλεότητες που αυτοί συνεπάγονται δεν περνούν απαρατήρητοι από το ποιητικό υποκείμενο: «Βρήκα την Άνοιξη λιπόθυμη/[…] Έσταζε δάκρυ, πίκρα και αίμα/πόνο και προσφυγιά./Σφάδαζε δίπλα σε βιασμένες μάνες και ορφανά παιδιά./Στο Ντονμπάς, στο Κίεβο, στο Ιντλίμπ, στη Μιανμάρ» («Άνοιξη 2022», σελ. 16). Ο προσωπικός Γολγοθάς του ποιητικού υποκειμένου δεν οδηγεί σε εσωστρέφεια, δεν το αποκόπτει από την κοινωνία. Σημειώνει και καταγγέλλει τα κακώς κείμενα, συνυφαίνοντας το προσωπικό με το συλλογικό τραύμα.
Με τη συλλογή «Το βάρος της μοναξιάς» η Κατερίνα Ατσόγλου πραγματοποιεί ένα ακόμη στέρεο βήμα στα ποιητικά μονοπάτια. Γράφει για τον έρωτα, τη μοναξιά, τη νόσο και τον φόβο του θανάτου με μια εξομολογητική διάθεση, χωρίς, όμως, να κλείνεται στον εαυτό της και να αδιαφορεί για τα κοινωνικά δρώμενα. Έχοντας διαμορφώσει την προσωπική της ποιητική φωνή, μας υπενθυμίζει ότι η μοναξιά, όπως έγραφε η Κατερίνα Γώγου, «είναι τσεκούρι στα χέρια μας» και εναπόκειται σ’ εμάς το πώς θα το χρησιμοποιήσουμε.
Πρώτη δημοσίευση: Literature.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου