14 Νοεμβρίου 2023

ΟΙ «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΒΑΛΤΙΟ» ΣΤΟΝ «ΗΧΟ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ»

Εγκαινιάζουμε μία νέα στήλη στο ιστολόγιο, με τίτλο «Νησίδες Αξιοπρέπειας», η οποία θα αφορά τα μικρά εκδοτικά εγχειρήματα. Πρόκειται για εκδοτικούς οίκους που βασίζονται περισσότερο στο μεράκι και στην καλώς εννοούμενη τρέλα των ιδιοκτητών τους, παρά στην οικονομική επιφάνεια και στη λογική των ευπώλητων βιβλίων.

Ξεκινάμε, λοιπόν, αυτή τη σειρά σύντομων συνεντεύξεων με τις «Εκδόσεις Κοβάλτιο». Στις ερωτήσεις του Ν.Γ. Λυκομήτρου που ακολουθούν απαντούν ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος (Μ.Π.) και η Λαμπριάνα Οικονόμου (Λ.ΟΙΚ.).

Θα ήθελα να σας ρωτήσω κατ’ αρχάς πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία των Εκδόσεων Κοβάλτιο και πώς επελέγη η συγκεκριμένη ονομασία για τον εκδοτικό σας οίκο.

Λ.ΟΙΚ.: Με τον Μιχάλη (Παπαντωνόπουλο), συζητούσαμε πολύ συχνά για βιβλία που θα μας άρεσε να δούμε μεταφρασμένα, για βιβλία που θα θέλαμε να μεταφράσουμε οι ίδιοι καθώς επίσης και για τα μελλοντικά μας βιοποριστικά σχέδια. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι είχα μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές μου και βρισκόμουν σε αναζήτηση εργασίας, έχοντας στο μεταξύ κλείσει μεταφραστικές ή συγγραφικές δουλειές με εκδότες. Μια μέρα, η συζήτηση σχετικά με τους τίτλους που θα μας άρεσε να μεταφράσουμε, κατέληξε στην απόφαση ίδρυσης εκδοτικού οίκου.

     Το επόμενο διάστημα ξεκινήσαμε τα «επιχειρηματικά σχέδια». Μέσα σε όλα, για γραφειοκρατικούς λόγους, είχαμε μονάχα ένα εικοσιτετράωρο στη διάθεσή μας ώστε να αποφασίσουμε το όνομα του εκδοτικού μας εγχειρήματος. Ταυτοχρόνως πακετάραμε βιβλία σε μετακόμιση. Καθώς κάνω να μαζέψω το ράφι με τους έλληνες ποιητές, πέφτει στα χέρια μου το «Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο» του Νίκου Καρούζου. Μας ήρθε αναλαμπή! Με τη σημασία που έχει η λέξη «kobold» (καλικάντζαρος, τελώνιο) στα γερμανικά, από την οποία και πήρε το όνομά του το μέταλλο, ως «υποχθόνια πνεύματα» ξεκινήσαμε τις Εκδόσεις Κοβάλτιο.


Θα ήθελα τώρα να σας ζητήσω να μας παρουσιάσετε τις εκδοτικές σειρές που αποτελούν τους άξονες στους οποίους κινούνται οι «Εκδόσεις Κοβάλτιο».

Μ.Π.: Κατ’ αρχάς, η σειρά της «Ξένης Πεζογραφίας» που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει το μυθιστόρημα «Σάντιτον» της Τζέιν Ώστιν ―πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά―, επιλογές διηγημάτων των Φάλαντα, Ακουτάγκαβα και Χαρμς, νουβέλες των Μπαλζάκ και Ροτ και το ποιητικό αφήγημα του Ντύλαν Τόμας «Περιπέτειες στο εμπόριο δέρματος». Υπάρχει η σειρά «De Natura Hominis», όπου κάθε τόμος εστιάζει θεματικά σε κάποιο δομικό στοιχείο, έκφανση ή πάθος της ανθρώπινης φύσης, μέσα από επιστολές, δοκίμια ή λογοτεχνικά κείμενα των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της παγκόσμιας γραμματείας και τέχνης. Κάθε τίτλος αυτής της σειράς είναι μοναδικός, υπό την έννοια ότι η επιλογή των κειμένων δεν ακολουθεί κάποια αντίστοιχη σειρά ξένου εκδοτικού οίκου: επιδιώκουμε να είμαστε πρωτότυποι ως προς τη σύνθεση των κειμένων που διαμορφώνουν την τελική μας πρόταση, φωτίζοντας διάφορες εκφάνσεις της εκάστοτε θεματικής. Σε αυτή τη σειρά εντάσσονται τα «Περί τρέλας», «Περί χρήματος», «Περί έρωτος» και «Η φιλοσοφία της ένδυσης και της επίπλωσης». Η σειρά με την οποία και ξεκινήσαμε τις εκδόσεις είναι το «Manifesto», με το «Βορτιστικό Μανιφέστο» να μας συστήνει στο αναγνωστικό κοινό και έχουν ακολουθήσει τα «Γυναικεία επαγγέλματα», μια ομιλία της Βιρτζίνια Γουλφ για το γυναικείο ζήτημα άκρως επίκαιρη και στο σήμερα, και «Ο κόσμος της αποκάλυψης» που περιλαμβάνει δύο ομιλίες και συζητήσεις με το κοινό του Αντρέι Ταρκόφσκι. Πιο πρόσφατα εγκαινιάσαμε τη σειρά «Φιλοκτήτης», η οποία συγκεντρώνει τις μεταφράσεις αρχαίων τραγωδιών του Γιώργου Μπλάνα.

 

Με αφορμή την αναφορά σας στη σειρά «Φιλοκτήτης», δράττομαι της ευκαιρίας να σας ρωτήσω ποιος είναι ο στόχος της συγκεκριμένης σειράς και τι καινούριο, ενδεχομένως, κομίζει όσον αφορά τη μετάφραση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Μ.Π.: Λίγες μέρες αφότου κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της σειράς, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, έλαβα ένα τηλεφώνημα από μια κυρία, η οποία στον επίλογο της συνομιλίας μας εξέφρασε ―πολύ ευγενικά, ομολογουμένως― τη διαφωνία της για τον τρόπο που παρουσιάζεται το αρχαίο δράμα από τις μεταφράσεις του Γιώργου Μπλάνα και ―σε εκδοτικό επίπεδο― από το Κοβάλτιο. Στην τελευταία αποστροφή του λόγου της θυμάμαι χαρακτηριστικά να διερωτάται: «Φαντάζομαι ότι ο κ. Μπλάνας είναι φιλόλογος. Ως τι μεταφράζει;» Απάντησα: «Ως ποιητής». Και εκεί τέλειωσε εκείνη η συνομιλία και εκεί τελειώνει κάθε «γραφειοκρατικός έλεγχος» και κάθε «εξακρίβωση στοιχείων» στην τέχνη. Ο αναγνώστης και ο θεατής των παραστάσεων ας αισθανθεί και ας κρίνει τι κομίζουν αυτές οι μεταφράσεις του αρχαίου δράματος. Για εμάς η έκδοση των μεταφράσεων του Γ. Μπλάνα ―λαμβάνοντας υπόψη και παλαιότερες αντιδράσεις εναντίον τους― είναι ζήτημα υπεράσπισης της καλλιτεχνικής ελευθερίας· και οι μεταφράσεις του είναι το ―υψηλό― αισθητικό και καλλιτεχνικό ισοδύναμο των αρχαίων τραγωδιών στη ζωντανή γλώσσα της εποχής μας.       

 


Παραμένοντας στο θέμα της μετάφρασης, παρατηρώ ότι συμμετέχετε και οι ίδιοι στη μετάφραση ορισμένων εκ των έργων που εκδίδετε. Θεωρείτε ότι, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάφρασης σας δίνεται η δυνατότητα να αναδείξετε έργα γνωστών συγγραφέων που, ωστόσο, δεν έχουν λάβει την προβολή που τους αξίζει;

Λ.ΟΙΚ.: Μέσω της μετάφρασης, μάς δίνεται το βήμα να μιλήσουμε διά στόματος του δημιουργού, να ταξιδέψουμε στους κόσμους του, να καταβυθιστούμε στην ιστορία του, να συμμετέχουμε στους προβληματισμούς, στα εμπόδια που αντιμετώπισε και να γινόμαστε μύστες της έμπνευσής του.

     Η μετάφραση είναι μία δυναμική διαδικασία ανάμεσα στον συγγραφέα και τον μεταφραστή η οποία σε επίπεδο έντασης λειτουργεί εκθετικά. Και το πικ αυτής της έντασης μάς προσφέρει το μετάφρασμα. Είμαστε άνθρωποι που αγαπάμε να αναμετρώμαστε με το κείμενο, όπως ο γεωργός αγαπά να αναμετριέται με την κακοτράχαλη γη. Με άλλα λόγια, ο μεταφραστής οργώνει λόγο. Πρόκειται για μια κοπιαστική μα άκρως απολαυστική διαδικασία που άλλοτε μας εκπλήσσει, άλλοτε μας οδηγεί σε πνευματικούς δρόμους που δεν διανοούμασταν ότι υπάρχουν και που γι’ αυτό, μας προσφέρει τεράστια ικανοποίηση.

     Οπότε, για να το θέσω δίχως περιστροφές, ο λόγος που μεταφράζουμε είναι, κατά βάση, επειδή μας αρέσει να μεταφράζουμε. 

Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγετε ένα έργο προς έκδοση; Έχω την αίσθηση ότι βασική προϋπόθεση είναι το έργο να συνάδει, πρώτα απ’ όλα, με τη δική σας αισθητική. Ισχύει, τελικά, κάτι τέτοιο;

Λ.ΟΙΚ.: Μας ενδιαφέρει το έργο να μας ικανοποιεί αισθητικά και ταυτοχρόνως να επιδρά στο θυμικό του αναγνώστη. Για τον λόγο αυτό, προτιμάμε να εκδίδουμε έργα που θεωρούμε ότι θα μιλήσουν στις συνειδήσεις των αναγνωστών όπως μίλησαν και στην καρδιά μας. Και αυτό, επειδή το βιβλίο με τα «δυνατά» νοήματα οπωσδήποτε ανοίγει έναν δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη καθώς και, εμμέσως, στον αναγνώστη και στον εκδότη. Στόχος μας είναι να συνομιλούμε μέσα από τα λογοτεχνικά έργα που αγαπήσαμε και που πιστεύουμε ότι έχει νόημα να κυκλοφορήσουν για πρώτη φορά στα ελληνικά ή να ξανακυκλοφορήσουν με μια ανανεωμένη έκδοση από μεταφραστικής, τυπογραφικής αλλά και αισθητικής άποψης έχοντας ως τελικό αποδέκτη τον άνθρωπο που διαβάζει.


Κοιτώντας τους τίτλους που έχετε εκδώσει μέχρι στιγμής, διαπιστώνω ότι περιλαμβάνονται και αρκετά συλλογικά έργα. Θα θέλατε να αναφερθείτε στο σκεπτικό της έκδοσης ενός συλλογικού έργου;

Λ.ΟΙΚ.: Η σκέψη πίσω από την έκδοση ενός συλλογικού έργου είναι μάλλον η ίδια με ενός προπονητή για τη διαμόρφωση της ποδοσφαιρικής του ομάδας ώστε να παίξει καλά. Είμαστε «τίποτα» χωρίς τους ανθρώπους μας. Το έργο μας το νοηματοδοτούν και το συνιστούν οι συνοδοιπόροι μας στις πνευματικές αναζητήσεις.

     Με άλλα λόγια, η τέχνη προϋποθέτει τη συνύπαρξη. Θέλουμε να συνυπάρχουμε λογοτεχνικά, δημιουργικά, να συσσωματωνόμαστε πνευματικά και έτσι να προχωράμε παρακάτω ΜΑΖΙ. Γι’ αυτό, κατά τη σταχυολόγηση κειμένων προκειμένου να εκδοθεί ένα βιβλίο αυτό συνέβη κατά βάση με τα «Περί τρέλας», «Περί χρήματος» και το «Ημερολόγιο ενός τρελού» εντοπίζουμε (συχνά αναφωνώντας) κείμενα που θα μας άρεσε περισσότερο να μεταφράσει φερειπείν ο Γιώργος Μπλάνας, με τη δική του ιδιαίτερη οπτική, ή η Αγγελική Κορρέ με τη μοναδική της αφηγηματική τέχνη, παρά να τα αναθέσουμε όλα σε έναν και μόνο μεταφραστή.

 

Ας περάσουμε σε μία σειρά ερωτήσεων που θα θέσω σε όλους τους εκπροσώπους των εκδοτικών οίκων που θα παραχωρήσουν συνέντευξη στο πλαίσιο αυτής της στήλης.

Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα εκατοντάδες εκδοτικοί οίκοι, όχι, όμως, και ανάλογος αριθμός αναγνωστών για να απορροφήσει αυτή την παραγωγή. Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να σας ρωτήσω πόσο βιώσιμο είναι ένα εκδοτικό εγχείρημα όπως αυτό που ξεκινήσατε εδώ και επτά χρόνια και πόσο ανθεκτικός μπορεί να είναι ένας εκδοτικό οίκος όπως ο δικός σας σε θέματα αύξησης του λειτουργικού κόστους (π.χ. αύξηση της τιμής του χαρτιού).

Μ.Π.: Διαφωνώ με τη μετάθεση της «ευθύνης» στους αναγνώστες. Ώρες-ώρες αισθάνομαι ότι η γκρίνια για τον αριθμό των αναγνωστών έχει τα χρόνια της τυπογραφίας… Τόσο γερασμένη. Ζητάμε να ανταποκριθεί ο αριθμός των αναγνωστών (πελατών) στα εκδοτικά (επιχειρηματικά) μας θέλω. Και γιατί δεν σκεφτόμαστε να προσαρμοστεί η εκδοτική παραγωγή στο αναγνωστικό κοινό; Ούτως ή άλλως, με όρους αγοράς, αυτό συμβαίνει στο τέλος. Νομίζω ότι ο εκδοτικός χώρος δεν παίρνει την ευθύνη του εαυτού του και αποδίδει εύκολα την «αποτυχία» έξω από τον ίδιο. Εάν ένας εκδοτικός παράγει με έξοδα των συγγραφέων εξήντα ―τον χρόνο― ποιητικές συλλογές ή διδακτορικές διατριβές ή συλλογές διηγημάτων, για να καλύψει τους ισολογισμούς του ή για να βγάλει άκοπα κέρδος, γιατί πρέπει και τα εξήντα αυτά βιβλία να ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό; «Αυτοσυγχωρείται» αυτή η υπερβολή επειδή βολεύει το ταμείο της επιχείρησης; Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα οι εκδοτικοί οίκοι να ενδιαφέρονται για την ποιότητα του προϊόντος που παρέχουν στον αναγνώστη, να μην θεωρείται «περιττό» κόστος και εύκολο για «μαχαίρι» η επιμέλεια ή η διόρθωση για παράδειγμα, και κάθε βιβλίο θα βρει τους αναγνώστες του. Και ας είμαστε συνειδητοποιημένοι πως κάθε εκδοτική επιλογή μας δεν αφορά στρατιές αναγνωστών.

     Ως προς τη βιωσιμότητα ενός εκδοτικού εγχειρήματος, αναπόφευκτα βιώνει τα προβλήματα και τις δυσκολίες της κοινωνίας και της αγοράς. Ας πάρουμε το παράδειγμα με την απότομη εκτίναξη της τιμής του χαρτιού (και συγχρόνως του πετρελαίου, της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου στην καθημερινότητα όλων μας): στην περίπτωση του Κοβαλτίου, η παραγωγή του πρώτου βιβλίου που θα εκδίδαμε με τις νέες τιμές θα κόστιζε ακριβώς το ίδιο με το τελευταίο βιβλίο που είχαμε εκδώσει με τις παλαιές τιμές ― το οποίο όμως ήταν διπλάσιο σε αριθμό σελίδων και μεγαλύτερο σε μέγεθος. Πώς μπορούσαμε να τιμολογήσουμε προς τον αναγνώστη-καταναλωτή τα δύο βιβλία στην ίδια αξία, όταν το ένα ήταν το μισό από το άλλο; Επιλέξαμε να μην το κάνουμε. Από λογιστική άποψη, κάποιος μπορεί να πει ότι δεν κάναμε σωστά. Όμως, τα οικονομικά δεν τα βλέπουμε ―και κατά τη γνώμη μου, σίγουρα δεν είναι― ούτε μονοδιάστατα ούτε γραμμικά μεγέθη. Το να συνεχίσεις να κάνεις όσο καλύτερα γίνεται τη δουλειά σου αποφεύγοντας τις εκπτώσεις στο αποτέλεσμα και το να δείξεις στην πράξη ότι σέβεσαι τον αναγνώστη ―και ως αποδέκτη ενός καλλιτεχνικού έργου αλλά και ως καταναλωτή― μπορεί πρόσκαιρα να σου βάλει δύσκολα, μα είναι δομικές προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.  

Συνεχίζοντας τη συζήτηση επί του προηγούμενου θέματος που ανέφερα, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν θεωρείτε ότι η συνένωση δυνάμεων θα μπορούσε να είναι μία λύση για τους μικρότερους εκδοτικούς οίκους, όχι με τη λογική των συγχωνεύσεων αλλά με την υλοποίηση από κοινού εκδόσεων αμοιβαίου ενδιαφέροντος, προκειμένου να υπάρξει μείωση του κόστους αλλά και του ρίσκου που αναλαμβάνετε με την έκδοση ενός τίτλου.

Μ.Π.: Εξαρτάται σε ποια πρακτική βάση γίνεται η συνένωση δυνάμεων. Δύο εκδοτικοί θα μπορούσαν να συνεργαστούν για ένα βιβλίο αμοιβαίου ενδιαφέροντος ούτως ή άλλως ― χωρίς να σχετίζεται με οποιαδήποτε οικονομική συνθήκη. Αν εστιάσουμε στο κομμάτι της βιωσιμότητας, σημασία έχει πώς υλοποιείται μία σύμπραξη. Θα επαναλάβω ότι το οικονομικό σκέλος δεν είναι μονοδιάστατο. Ναι, μπορεί να μειωθεί το κόστος· όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι ο επιμερισμός του ρίσκου περιορίζει αυτομάτως τον κίνδυνο για κάθε συμβαλλόμενο μέρος. Αντιθέτως, μπορεί να επιβαρύνει και τους δύο.

Οδεύοντας προς το τέλος αυτής της συνέντευξης θα προχωρήσω σε μία προβοκατόρικη ερώτηση: Ποια είναι η γνώμη σας για τις εκδόσεις επί πληρωμή; Θα καθιερώνατε μία τέτοια σειρά στις εκδόσεις σας, προκειμένου να μπορείτε να χρηματοδοτήσετε τους υπόλοιπους τίτλους;

Λ.ΟΙΚ.: Ο κόσμος βρίσκεται διαρκώς σε κοινωνική και οικονομική δίνη. Με αυτό ως συνθήκη, δεν μπορώ παρά να είμαι θετική σε κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να επιβιώσει. Ωστόσο, αρκετούς αναβαθμούς πιο πάνω από την κάλυψη των βασικών αναγκών, υπάρχει η αυτοπραγμάτωση∙ το δίχως άλλο, κάποιου είδους αυτοπραγμάτωση καλούνται να ικανοποιήσουν οι «αυτοεκδόσεις». Μόλις διαπίστωσα πως στις παραπάνω αράδες, χρησιμοποιώ τρεις φορές ως πρώτο συνθετικό το -αυτο- που παραπέμπει στον «εαυτόν»... Η αυτοέκδοση μου φαίνεται μια (μάλλον άσκοπη) τροχιά γύρω από το Εγώ που πρόσκαιρα πάει να καλύψει την ανάγκη του επίδοξου δημιουργού για αυτοπροβολή.

     Όμως, ο φιλόδοξος όχι ο επίδοξος δημιουργός θα έπρεπε μάλλον να δοκιμάζει χρόνο με τον χρόνο τις δυνάμεις του, απευθυνόμενος σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά τα οποία θα αξιολογούν το έργο του, θα το δέχονται ή θα το απορρίπτουν. Διότι η λογοτεχνία γεννιέται μέσα από μακρόχρονες ζυμώσεις κυρίως απόρριψης. Συνήθως, τέχνη παράγουν ό,τι στενάχωρο, το ζόρισμα, το πείσμα. Επομένως, λογοτέχνης δεν είναι απαραιτήτως ο κάτοχος ενός ποσού που θα καταβάλει προς αγορά χαρτιού και μελάνης. Λογοτέχνες μάς καθιστά το περιεχόμενο του έργου εφόσον εκτίθεται προς κρίση στα ξένα μάτια. Και, το λογοτεχνικό έργο επιβιώνει όταν το αγκαλιάσει έστω ένας μικρός αριθμός αγνώστων ανθρώπων ξένων προς εμάς. Προκειμένου λοιπόν ο φιλόδοξος δημιουργός να γίνει λογοτέχνης, χρειάζεται απαραιτήτως να τον διαβάζουν και άνθρωποι εκτός του στενού κοινωνικού του κύκλου.

     Ο ρόλος του εκδότη από την άλλη, κατά κύριο λόγο, είναι να προτείνει στην αγορά ένα βιβλίο με κριτήριο την αισθητική του και την αντίληψη ως προς το τι μπορεί να ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό, όπως για παράδειγμα, ρόλος του σχεδιαστή ρούχων είναι να προτείνει την αισθητική του ενδυματολογική σκοπιά. Η συνθήκη του ποσού που ο εν δυνάμει συγγραφέας θα καταβάλει στον εκδότη μάλλον απομακρύνει τον εκδότη από τον δημιουργικό και επιχειρηματικό του ρόλο και περισσότερο τον καθιστά διαμεσολαβητή-διεκπεραιωτή ανάμεσα στον εν δυνάμει συγγραφέα και στο τυπογραφείο.

     Για τους παραπάνω λόγους, εφόσον οι εκδοτικές μας εργασίες προχωρούν βάσει προγράμματος, εφόσον, με άλλα λόγια, «πηγαίνουν καλά τα πράγματα» στο τώρα και στο μέλλον, δεν είναι μέσα στα σχέδιά μας να καθιερώσουμε σειρά αυτοεκδόσεων προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε τους τίτλους μας.

Κλείνοντας, και αφού σας ευχαριστήσω θερμά για τον χρόνο και την υπομονή σας, θα ήθελα σας ρωτήσω ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια για τις Εκδόσεις Κοβάλτιο.  

Μ.Π.: Ενόψει Χριστουγέννων θα κυκλοφορήσει ένας τόμος με «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» των Αλαρκόν, Κάθερ, Λ.Μ. Μοντγκόμερυ, Ροτ, Τολστόι, Φάλαντα, με «πρόλογο» το κείμενο του Ντίκενς «Το νόημα των Χριστουγέννων καθώς μεγαλώνουμε». Στο πρώτο τρίμηνο του 2024 θα επανέλθουμε στη σειρά «De Natura Hominis» με το «Περί πολέμου» και έως το καλοκαίρι θα εκδοθεί άλλη μια μετάφραση αρχαίας τραγωδίας από τον Γιώργο Μπλάνα.

Εκδόσεις Κοβάλτιο

Υπεύθυνοι: Λαμπριάνα Οικονόμου — Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Διεύθυνση: Κρίνων 16-18, Ζωγράφου, 157 72

Τηλέφωνο: 694 5731 197

Διεύθυνση ηλ. ταχυδρομείου: kovaltioeds@gmail.com

Σελίδα FB: Κοβάλτιο

Σελίδα IG: Κοβάλτιο

 

Πατήστε εδώ για να δείτε τον πλήρη κατάλογο των Εκδόσεων.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: