Δύο χρόνια μετά την ποιητική συλλογή «Τραύμα εξοφλήθηκε» (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2023), η Γιάννα Κουκά μάς παρουσιάζει το δεύτερο εκδοτικό της εγχείρημα με τίτλο «Θε μου, η Γιούρα». Πρόκειται για ένα βιβλίο βασισμένο στις μαρτυρίες εξορίας του πατέρα της, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Η Αυγή» και αγωνιστή της Δημοκρατίας, Γιώργου Κουκά. Γραμμένα με τη μορφή επιστολών προς την κόρη του, τα κείμενα που άφησε πίσω του ο αείμνηστος Κουκάς συνδυάζονται με τις αναμνήσεις και τις εξομολογήσεις της.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου δεσπόζει
η ασπρόμαυρη φωτογραφία του μαρτυρικού τόπου εξορίας, της Γυάρου (ή Γιούρας,
όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι), ο οποίος «φιλοξένησε» χιλιάδες αντιφρονούντες
σε τρεις διαφορετικές περιόδους (1947-1952, 1955-1961 και 1967-1974). Σε
αντίθεση με τη Μακρόνησο, την οποία κατά την περίοδο της Δικτατορίας εκθείαζαν
για το «αναμορφωτικό έργο» που επιτελούνταν εκεί, η Γυάρος ήταν γνωστή κατά
κύριο λόγο στους βασανιστές και στα θύματά τους. Γι’ αυτό ακριβώς έχουν
ιδιαίτερη αξία οι αναμνήσεις των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα ως
πρωταγωνιστές.
Ξεκινώντας τη μαρτυρία του και αφού περιγράφει τη διαδικασία της σύλληψής του από τους στρατιωτικούς την 21η Απριλίου 1967, ο Γιώργος Κουκάς αναφέρεται στη μεταγωγή των συλληφθέντων αρχικά στην Ασφάλεια, εν συνεχεία στις φυλακές του Γεντί Κουλέ και τελικά στο λιμάνι για να ξεκινήσει το ταξίδι προς τον τόπο της εξορίας. Από τις ανάγλυφες περιγραφές του, ξεχωρίζουμε δύο σημεία: το ένα σχετίζεται με την αδιαφορία ή το φόβο της πλειοψηφίας αναφορικά με όσα συνέβησαν εκείνες τις ώρες. Γράφει ο Κουκάς: «Τα σπίτια όλα σβηστά. […] Θα ’ταν μια ελπίδα ένα φωτισμένο παράθυρο σε μια πολυκατοικία. Τίποτε. Ο κόσμος, ο κοσμάκης κοιμότανε. Είχε φάει το μεσημέρι, είχε φάει το βράδυ, είχε πιει και το κατοσταράκι του κι από δω παν οι άλλοι». Παρά τους θορύβους, που σίγουρα θα προκαλούσε η μεταφορά των συλληφθέντων με φορτηγά μέσα στη νύχτα, κανείς/καμιά δεν αντιδρούσε. Το δεύτερο αφορά την απανθρωποποίηση του κρατουμένου. Γράφει ο Κουκάς: «Την επόμενη μας φωτογράφισαν έναν έναν. Με νούμερο στο στήθος. Αριθμός “τόσο”. Γίναμε νούμερα». Ο κρατούμενος στερείται την ανθρώπινή του υπόσταση και γίνεται πλέον ένας αριθμός. Έτσι, μπορεί πιο εύκολα να αποτελέσει αντικείμενο βασανισμού ή ακόμη και εκτέλεσης. Η μετατροπή των ανθρώπων σε «νούμερα» λειτουργεί ως ένας ψυχολογικός μηχανισμός διευκόλυνσης αποτρόπαιων πράξεων.
Η συγκλονιστική αφήγηση των πρώτων ωρών μετά τη σύλληψη ολοκληρώνεται με την περιγραφή του τέλους του ταξιδιού. Καθώς όλοι οι κρατούμενοι που επιβαίνουν στο αρματαγωγό αναρωτιούνται πού τους μεταφέρουν, μόλις αρχίζει να κατεβαίνει η μπουκαπόρτα ακούγεται «μια στριγγιά σπαραχτική φωνή» η οποία αναγνωρίζει τον τόπο του μελλοντικού τους μαρτυρίου και αναφωνεί: «Θε μου, η Γυάρος». Είναι η στιγμή που όλοι συνειδητοποιούν τι μέλλει γενέσθαι.
Μετά από ένα διάστημα παραμονής στη Γυάρο, ο Κουκάς θα μεταφερθεί στο Παρθένι της Λέρου. Οι συνθήκες εκεί είναι κάπως καλύτερες, καθώς παρέχεται στους φυλακισμένους, κατόπιν αιτήματός τους, η δυνατότητα να επισκευάσουν και να αγιογραφήσουν το ξωκλήσι της Αγίας Κιουράς. Αρχιτέκτονες, μηχανικοί, οικοδόμοι και ζωγράφοι αφοσιώνονται στο έργο αυτό και δημιουργούν, παρά τις αντιξοότητες, ένα μνημείο της Αντίστασης αλλά, συνάμα, και ένα έργο υψηλής αισθητικής αξίας. Η ιδέα της επισκευής ανήκε στον Μανώλη Γλέζο. Το ξωκλήσι αυτό κουβαλάει, όπως αναφέρει ο Κουκάς, την «ιστορία ενός ολόκληρου λαού που αγωνίζεται» και φιλοξενεί τις «ψυχές των κρατουμένων».
Ανάμεσα στις ιστορικές αφηγήσεις του Γιώργου Κουκά παρεμβάλλονται οι σκέψεις της κόρης του Γιάννας. Από τις πρώτες σελίδες καθίσταται σαφές ότι το τραύμα από την απώλεια του πατέρα παραμένει ανοιχτό («Αρρώστησες ξαφνικά, πήγες και πέθανες μετά»). Όμως, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για την υλοποίηση του σκοπού της μεταλαμπάδευσης της ιστορικής του κληρονομιάς στο αναγνωστικό κοινό. Έντονο είναι και το αίσθημα της οργής για όσα υπέστη ο πατέρας της («Θύμωσα πολλές φορές, πατέρα. Θύμωσα, […] όχι με σένα […]. Για όσα έκαναν πάνω σε σένα και τους άλλους συναγωνιστές σου»).
Εντύπωση προκαλεί στη συγγραφέα το συναισθηματικό δέσιμο του Κουκά με τη νήσο της Λέρου, η οποία υπήρξε ένας από τους τόπους όπου βασανίστηκε. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, και μεταξύ αυτών και η Γιάννα Κουκά, πώς μπορεί κάποιος να αγαπήσει έναν τόπο που συνδέεται με τόσο δυσάρεστες αναμνήσεις («Πώς την αγάπησες τη Λέρο, πατέρα; […] Πώς το άντεξες;»).
Η αναμέτρηση με το φασισμό συνεχίζεται και στις μέρες, μας σύμφωνα με τη συγγραφέα, η οποία συσχετίζει τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα με τους βασανιστές του πατέρα της. Γράφει χαρακτηριστικά: «Με το φασισμό ποτέ δεν τελειώσαμε. Μας κυνηγάνε ακόμα οι φασίστες, πατέρα. Τους κυνηγάμε όμως κι εμείς, πατέρα, δε λησμονούμε όσα περάσατε». Αυτός είναι, προφανώς, κι ένας από τους λόγους για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Η σύνδεση των αγώνων του παρελθόντος με τους αγώνες του παρόντος και η υπόμνηση προς τις νεότερες γενιές ότι το τέρας του φασισμού είναι ακόμα ζωντανό. Με τον τρόπο αυτό, η προσωπική μνήμη μετατρέπεται σε συλλογική.
Στην τελευταία πεζογραφική ενότητα των προσωπικών της σημειώσεων, η συγγραφέας ξεκινά με την ανάμνηση της θέασης στον κινηματογράφο της βραβευμένης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Τα πέτρινα χρόνια». Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα θυμάται τον πατέρα της να κλαίει, αναλογιζόμενος τα χρόνια, τους ανθρώπους και τις σχέσεις που χάθηκαν στα θανατονήσια. Εκεί διαπιστώνει ότι κι ο πατέρας της ήταν τρωτός κι ευάλωτος. Ένας καθημερινός άνθρωπος με τεράστια ψυχικά αποθέματα.
Εν συνεχεία, η Κουκά μάς μεταφέρει αποσπάσματα από τις μαρτυρίες κορυφαίων προσωπικοτήτων της αντιδικτατορικής πάλης, όπως ο Αλέκος Παναγούλης, ο Σπύρος Μουστακλής, ο Άλκης Αλκαίος και ο Περικλής Κοροβέσης. Μέσα από τις μαρτυρίες αυτές, όπως και από τη μαρτυρία του πατέρα της, αναδεικνύεται η ιερή υποχρέωση να αποτυπώσει στο χαρτί τις πολύτιμες αναμνήσεις που άφησε πίσω του.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μία σειρά έξι σπαρακτικών ποιημάτων, τα οποία είναι αφιερωμένα στον πατέρα. Μέσα από τους στίχους τους περιγράφεται ο πόνος της απώλειας, η ένταση της απουσίας και η δυσκολία που αντιμετωπίζει το ποιητικό υποκείμενο προσπαθώντας να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς αυτόν.
Ο Γιώργος Κουκάς υπήρξε ένας ανιδιοτελής αγωνιστής της Δημοκρατίας. Ήταν ένας από τους πολλούς που δεν εξαργύρωσαν με αξιώματα τους αγώνες αλλά παρέμειναν σύμβολα ήθους και μεγαλοψυχίας ως το τέλος. Τούτη την παρακαταθήκη θέλησε να μας μεταφέρει μέσα από τις σελίδες αυτού του σύντομου αλλά περιεκτικού βιβλίου η Γιάννα Κουκά. Οι λέξεις του είναι τα «γιασεμιά» που άφησε στην κόρη του ο Κουκάς για να μας υπενθυμίζουν, σύμφωνα με τη ρήση του Μίλαν Κούντερα, ότι «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα των Συντακτών

%2066.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου