Δύο χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο «Άρρηκτες φρυκτωρίες» (Εκδόσεις Ιωλκός), η οποία ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Συγγραφέων, ο Γιάννης Ξέστερνος μας παρουσιάζει τη νέα του συλλογή με τον πρωτότυπο τίτλο «Ποδήλατο με αερόσακο».
Στο λιτό εξώφυλλο του βιβλίου κυριαρχούν οι «ροδιές», ήτοι τα σημάδια που αφήνουν στους δρόμους οι ρόδες ενός ποδηλάτου, οι οποίες παραπέμπουν στα βιώματα του ποιητή από την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Όπως αναφέρεται στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση «με κάθε μονοπεταλιά ανοίγονται δρόμοι αχαρτογράφητοι, αβέβαιοι για τη διεκδίκηση ενός ζωτικού χώρου ο οποίος ασφυκτιά από εξουσιαστικές μορφές και στερεότυπα. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη αφήνοντας πίσω ματωμένα γόνατα — με ή χωρίς αερόσακο».
Ένα από τα βασικά θέματα που πραγματεύεται η συλλογή είναι οι οικογενειακές σχέσεις. Στο ποίημα με τίτλο «Οικογενειακός κήπος» (σελ. 14), η οικογένεια παριστάνεται ως μία καταπράσινη αυλή που στο κέντρο της «κρέμεται μια θηλιά». Καθίσταται, λοιπόν, σαφές, ήδη από το δεύτερο στίχο του ποιήματος, ότι ο ποιητής δεν αντιμετωπίζει την οικογένεια απλώς ως κύτταρο της κοινωνίας αλλά εντοπίζει και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται για τα μέλη της. Ο κηπουρός που φροντίζει τον κήπο το διατυπώνει χωρίς περιστροφές: «η θηλιά είναι στα μέτρα των μελών της οικογένειας». Οι εξουσιαστικές μορφές και τα στερεότυπα που προαναφέρθηκαν έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατά. Ο οικογενειακός κήπος δεν είναι και τόσο αθώος, όσο θα φανταζόταν κανείς.
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος αναδεικνύεται η διφορούμενη σημασία του θεσμού της οικογένειας. «Οι γαρδένιες, τα κρίνα και τ’ άσπρα τριαντάφυλλα/αγωνιούν πότε θ’ ανθίσει ο μανδραγόρας/[…] έρχεται άνοιξη, βλέπεις/και καμιά φορά αισθάνονται μοναξιά/χρειάζονται την παρηγοριά του». Ο μανδραγόρας είναι ένα φυτό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Από τη μία πλευρά, η σαρκώδης ρίζα που διαθέτει τού προσδίδει ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και στην παραδοσιακή ιατρική έχει χρησιμοποιηθεί ως αντικαταθλιπτικό και αναλγητικό. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, είναι ένα φυτό ιδιαιτέρως τοξικό και, ως εκ τούτου, δηλητηριώδες. Ο μανδραγόρας, λοιπόν, ως σύμβολο της κολώνας του οίκου μπορεί να λειτουργήσει με διττό τρόπο: είτε για να προσφέρει παρηγοριά, είτε για να εγχύσει τοξικότητα στην οικογένεια. Ο κήπος κρύβει πολλά μυστικά.
Στο ποίημα με τίτλο «Συνοικέσιο» (σελ. 25) γίνεται άλλη μια αναφορά στο θεσμό της οικογένειας και πάλι με μελανά χρώματα. Ο ποιητής αναφέρεται με όρους καλαθοσφαίρισης στα ελλείματα που παρουσίαζε η οικογένεια, καθώς ανασύρει αναμνήσεις από τα νεανικά του χρόνια: «Στο σπίτι μας η χαρά/χοροπηδούσε στο στεφάνι/ποτέ δεν έμπαινε καλάθι/[…] όπως η υπόσχεση του πατέρα/πως θα γυρνούσε νωρίς τις Κυριακές». Και συνεχίζει: «Αυτή η οικογένεια ποτέ δεν κάρφωσε/να πανηγυρίσει όλο το στάδιο». Η μητέρα κατέβαλε προσπάθειες για να βελτιωθεί η κατάσταση, δίχως αποτέλεσμα («Η μαμά φώναζε παπά για ευχέλαιο να σπάσει η αστοχία»). Όμως, το πρόβλημα υπήρχε εξ αρχής. Ο γάμος είχε προέλθει από συνοικέσιο και οι πρόεδροι «δεν απέλυαν τον προπονητή», καθώς μάλλον «ντρεπόντουσαν […] την προξενήτρα».
Η απουσία του πατέρα επανέρχεται ως μοτίβο και στο ποίημα με τίτλο «Ζευγίτες ηλεκτρόνια» (σελ. 26). Ο πατέρας-απών, «καμαρότος σε πλοίο», στέλνει συγχαρητήρια στο παιδί του για τους καλούς βαθμούς που πήρε στα μαθήματα «διά ηχογραφημένων μηνυμάτων». Όμως και η μητέρα είναι εξίσου απούσα («κυνηγά τ’ αργύρια»), ενώ το σπίτι τους «θυμίζει μαυσωλείο». Στον τίτλο του ποιήματος, που είναι γραμμένο σε οκτάβα και αποτελεί το μοναδικό αυτής της τεχνοτροπίας στη συλλογή, συνυπάρχουν δύο όροι από την Ιστορία και τη Φυσική αντίστοιχα. Από τη μία, οι «ζευγίτες», που παραπέμπουν στο τιμοκρατικό σύστημα της Αρχαίας Αθήνας και, από την άλλη, τα «ηλεκτρόνια», που αποτελούν ένα από τα τρία βασικά συστατικά του ατόμου. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο τίτλος απεικονίζει σε δύο λέξεις την κατάσταση που βιώνει η οικογένεια. Οι ζευγίτες ανήκαν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Ως εκ τούτου, το ζεύγος του ποιήματος παλεύει για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Παράλληλα, τα ηλεκτρόνια είναι τα μόνα σωματίδια που φέρουν αρνητικό φορτίο. Σε αυτή την οικογένεια, όπως και σε πολλές άλλες στη σημερινή εποχή, ο αγώνας για την επιβίωση δημιουργεί ένα αρνητικό φορτίο στο εσωτερικό της, οδηγώντας τα μέλη της στην αποξένωση.
Η έννοια της οικογένειας λαμβάνει πολιτική χροιά στο ποίημα με τίτλο «Στενά εμβατήρια» (σελ. 30). Ο σοβιετικός πολιτικός Νικίτα Χρουστσόφ είναι ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, το οποίο εκτυλίσσεται στις 12 Οκτωβρίου του 1960 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Σύμφωνα με κάποιες αμφιλεγόμενες μαρτυρίες της εποχής, ο Χρουστσόφ, εκφράζοντας την οργή και την αγανάκτησή του για όσα είπε ο εκπρόσωπος των Φιλιππίνων, έβγαλε το παπούτσι του και το χτύπησε με δύναμη στο έδρανο. Αυτή η επίδειξη πυγμής θα έκανε περήφανο τον «Πατερούλη», ήτοι τον Στάλιν, «μετά από τόση προδοσία», γράφει ο Ξέστερνος, καθώς ο Χρουστσόφ υπήρξε ένας εκ των πρωτεργατών της αποσταλινοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης. Η προσέγγιση της πολιτικής μέσα από το πρίσμα της οικογενειακής δομής συνεχίζεται και στο υπόλοιπο του ποιήματος. Μετά τον «Πατερούλη» που θα καμάρωνε για τον υιό του, τώρα έρχεται η σειρά της μητέρας. Ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια οι Ρώσοι έτειναν να αναφέρονται στη χώρα τους ως μια θηλυκή οντότητα, τη «Μητέρα Ρωσία». Ωστόσο, στην περίπτωση της μητέρας το συναίσθημα είναι αρνητικό, καθώς, όπως γράφει ο ποιητής, «η Μητέρα ποτέ δε συγχωρεί τον κανακάρη της/όταν ανταλλάσσει φιλιά/[…] με άπιστες ερωμένες». Τα ανοίγματα που έκανε ο Χρουστσόφ προς τη Δύση δεν έβρισκαν σύμφωνους κάποιους συμπατριώτες του. Οπότε, με οικογενειακούς όρους, ο Σοβιετικός ηγέτης δυσαρεστούσε τη μητέρα (Μητέρα Ρωσία) αλλά θα ικανοποιούσε τον Πατερούλη (Στάλιν) με τις ενέργειές του στη δημόσια σφαίρα. Όπως λέει κι ο ποιητής, «αυτά συμβαίνουν/και στις καλύτερες οικογένειες».
Σε μια παράλληλη πορεία με τα ανωτέρω ποιήματα κινείται το ποίημα με τίτλο «Μέρες εγκλεισμού» (σελ. 16), στο οποίο ο Ξέστερνος αναπολεί τις ανέμελες και ανέφελες εποχές των μαθητικών καταλήψεων. Ο ποιητής φιλοτεχνεί ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που απαρτίζουν τους/τις συμμετέχοντες/ουσες στην κατάληψη. Ο Σπύρος, ο Τζιμάουα, ο Νταχάου, ο χεβιμεταλάς Κάμελ, ο Νονός αλλά και η Καρένινα, η Αντιγόνη και η Αναστασία συνθέτουν ένα πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος που σφύζει από νιάτα, κέφι και όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Ο εγκλεισμός εντός του χώρου της κατάληψης γίνεται μια συνθήκη με θετικό πρόσημο, καθώς οδηγεί στη συντροφικότητα και στην αλληλεγγύη. Ωστόσο, το ποίημα κλείνει με μια ισχυρή δόση απογοήτευσης:
«Ήταν η τελευταία μας νίκη
συλλογική
από τότε
καμία άλλη
τόσα χρόνια ματαιώσεις
αφυδατωθήκαμε διψώντας μια βροχή»
Η ενηλικίωση οδηγεί σε αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης αποκαλούσε «ιδιώτευση». Ο γενικευμένος ατομικισμός αντικαθιστά τη συλλογικότητα κι ο ποιητής υφίσταται αλλεπάλληλες ήττες που οδηγούν σε συνεχείς ματαιώσεις. Το μόνο που απομένει είναι οι τρυφερές αναμνήσεις του παρελθόντος, τότε που το βίντεο έπαιζε «Φράουλες και Αίμα», γράφει ο Ξέστερνος, κάνοντας έναν παραλληλισμό μεταξύ των κινητοποιήσεων στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1968 στις Η.Π.Α. και των μαθητικών καταλήψεων της περιόδου 1990-1991 στην Ελλάδα.
Η αναπόληση του παρελθόντος επανέρχεται ως μοτίβο στο ποίημα με τίτλο «Βιογραφικό» (σελ. 24). Ο ήρωας του ποιήματος έζησε «ακινδύνως». Δεν πήρε μέρος στην κατάληψη του Στρογγυλού στο Μπραχάμι, δεν μπήκε στην κερκίδα των φανατικών οπαδών της ΑΕΚ, δεν συμμετείχε σε πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια, δεν έζησε τις πανκ συναυλίες στη θρυλική «Βίλα Αμαλίας», δεν ερωτοτρόπησε στου Φιλοπάππου και δεν περπάτησε στους κακοφωτισμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Αυτό θα ήταν ένα «ιδανικό βιογραφικό […] για τον εργοδότη Άγιο Πέτρο» που θα εξασφάλιζε μία θέση στην Παράδεισος Α.Ε. Ωστόσο, στο ποίημα υποβόσκει μια γλυκιά μελαγχολία, η οποία μάς κάνει να υποψιαστούμε ότι όλα όσα αναφέρθηκαν δεν είναι παρά μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που σημαδεύτηκε από πλούσιες και ζωογόνες εμπειρίες, οι οποίες μπορεί να μην εξασφαλίζουν μια θέση στον Παράδεισο, προσφέρουν, ωστόσο, ένα αίσθημα πληρότητας σε αυτόν που τις βίωσε.
Από τη συλλογή του Ξέστερνου δεν απουσιάζει και η λεπτή ειρωνεία, η οποία κάνει αισθητή την παρουσία της στα ποιήματα με τίτλο «Η διασταύρωση των ειδών» (σελ. 32) και «Η έκπτωτη» (σελ. 35) αντίστοιχα.
Στο πρώτο ποίημα ο ποιητής αφηγείται την ιστορία ενός νέου, ο οποίος παίρνει τοις μετρητοίς τη διαβεβαίωση της μάνας του ότι ο βαφτιστικός σταυρός τον προστατεύει από κάθε κακό. Η υπερβολική σιγουριά που του προκαλεί αυτή η διαβεβαίωση τον κάνει να διάγει έναν απερίσκεπτο βίο, ο οποίος τερματίζεται πρόωρα, όταν συναντά έναν άλλο «σταυρωμένο νταή». Η μάνα του απομένει να αναρωτιέται τι πήγε στραβά και γιατί απέτυχε αυτή η «διασταύρωση των ειδών».
Στο δεύτερο ποίημα ο ποιητής αφηγείται τη ζωή μιας γυναίκας που δεν γνώρισε ούτε στερήσεις («κολατσιό στο σχολείο/πεκορίνο, προσούτο, μπρουσκέτα, μπλούμπερι») ούτε δυσκολίες στη ζωή της («σπουδές περμανάντ σε πανεπιστήμια σαξονικά/καρφωτή σε θέση μάνατζερ σεζλόγκ/καριέρα Καραϊβικής»). Κάποια στιγμή, ωστόσο, αποφασίζει ν’ αλλάξει ρότα: «Αφήνει δεξιά το ροζ mini cooper κουφέτο/[…] Βάζει κραγιόν/βγάζει καλσόν/και κάνει ωτοστόπ/πρώτη φορά στα 43/στο αντίθετο ρεύμα/στον μεγάλο δρόμο». Σε αντίθεση με τον νέο του πρώτου ποιήματος, του οποίου η ζωή τελειώνει χωρίς να προλάβει να προχωρήσει σε μια επαναξιολόγηση αυτής, η γυναίκα του δεύτερου ποιήματος συνειδητοποιεί στα 43 την κενότητα της ύπαρξής της και αποφασίζει να κάνει στροφή 360 μοιρών. Έτσι, μετατρέπεται σε μία έκπτωτη πριγκίπισσα που ξεκινάει μια ελπιδοφόρα αλλά αβέβαιη πορεία σε αχαρτογράφητα νερά. Κατά τη διάρκεια της πορείας της κινείται παράλληλα με τον ποιητή, καθώς, όπως αυτή οδεύει προς το άγνωστο με ωτοστόπ, έτσι και ο ποιητής διασχίζει με ένα ποδήλατο (που μάλλον τελικά δεν έχει αερόσακο) τις άβατες οδούς της Ποίησης.
Εν κατακλείδι, με τη συλλογή «Ποδήλατο με αερόσακο» ο Γιάννης Ξέστερνος εδραιώνει τη θέση του στο λογοτεχνικό χώρο. Με γλώσσα ανεπιτήδευτη αλλά προσεκτικά επιλεγμένη αναπολεί, στοχάζεται, μελαγχολεί και μας καλεί, όπως γράφει στο ποίημα με τίτλο “Habemus ποδήλατο” (σελ. 12), να «καβαλήσουμε το habemus/όχι το ποδήλατο/σαν ιλιγγιώδη παιδιά/με κατάφωρη φαντασία».
Πρώτη δημοσίευση: Literature.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου